δάπτης

δάπτης
ο (Α δάπτης, θηλ. δάπτρια και δάπτειρα, η) [δάπτω]
νεοελλ.
ονομασία κολεόπτερου τής οικογένειας των καραβίδων
αρχ.
αυτός που κατατρώει, που καταστρέφει («δάπτρια νοῡσος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δάπτης — eater masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάπταις — δάπτης eater masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάπτη — δάπτης eater masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάπτω — δάπτης eater masc gen sg (attic epic ionic) δάπτω devour pres subj act 1st sg δάπτω devour pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάπτειρα — δάπτειρα, η (Α) βλ. δάπτης …   Dictionary of Greek

  • δάπτρια — δάπτρια, η (Α) βλ. δάπτης …   Dictionary of Greek

  • σιτοδάπης — ὁ, Α αυτός που κατατρώγει το σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + δάπης, αντί τού δάπτης (< δάπτω «κατατρώγω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”